Σύμφωνα με μελέτες, 30 εκατομμύρια Αμερικανοί εκτίθενται καθημερινά σε επικίνδυνα επίπεδα θορύβου -αφορά κυρίως όσους εργάζονται στις κατασκευές και τις μεταφορές- γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε απώλεια ακοής. Οι γειτονιές χαμηλού εισοδήματος κοντά στα αεροδρόμια επίσης, επηρεάζονται αρνητικά. Ακόμη και ο μέσος όρος του οικιακού θορύβου μπορεί εύκολα να φθάσει ή να υπερβεί τα 90 ντεσιμπέλ.

Ζούμε στην πιο θορυβώδη περίοδο της Ιστορίας.

Τα αυτοκίνητα συναγωνίζονται τους ηλεκτρονικούς ήχους και «σκάνε» πάνω στον πυκνό αστικό πληθυσμό. Η απώλεια ακοής είναι μόλις ένα μέρος του τι πραγματικά διακυβεύεται.

Το πεδίο της «ακουστικής οικολογίας» έχει στόχο να αντιστρέψει την ηχορύπανση (σε έναν κόσμο που ζει στην αιχμή της νέας τεχνολογίας) και κυρίως, να δημιουργήσει περιβάλλοντα ακουστικά «όμορφα».

Ο πατέρας της ακουστικής οικολογίας, όπως γράφει το timeline.com, είναι ένας συνθέτης και παιδαγωγός που ονομάζεται Murray Schafer.

Το βιβλίο του με τίτλο «The Soundscape: Our Sonic Environment and the Tuning of the World» (1977) διαμόρφωσε ένα νέο επίπεδο διαλόγου που αφορά τη μείωση και προστασία από ορισμένους ήχους.

Ο Murray Schafer έθεσε δύο μεγάλα ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τους ήχους του περιβάλλοντος του και τι συμβαίνει όταν οι ήχοι μεταβάλλονται. Και ακόμη, ποιόν ήχο θέλουμε να διατηρήσουμε, να ενθαρρύνουμε, να πολλαπλασιάσουμε;

Ο Schafer υποστηρίζει ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι άνθρωποι έχουν μετακινηθεί από ηχητικά περιβάλλοντα hi-fi σε lo-fi, που ο ίδιος αποκαλεί «ηχοτοπία».

«Σε ένα hi-fi ηχοτοπίο, οι ήχοι μπορούν να ακουστούν πιο καθαρά λόγω του χαμηλού επιπέδου θορύβου του περιβάλλοντος. Υπάρχει ένα πρώτο πλάνο ήχων και ένα υπόβαθρο ήχων…»

Κατά την hi-fi περίοδο, οι πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο αγκάλιασαν τον θόρυβο. Τον εξίσωσαν με πνευματικές εμπειρίες, ή τουλάχιστον, με σημαντικές πληροφορίες. Οι θεοί επικοινωνούσαν με βροντές, σεισμούς, χιονοστιβάδες – ακόμη και οι πρώτοι οπαδοί του Ιησού άκουγαν τον λόγο του Θεού.

Κατ ‘επέκταση, οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες έκαναν την εκκλησία το κεντρικότερο (και δυνατότερο) σημείο αναφοράς τους. Η καμπάνα έσπαγε τη σιωπή με την εξουσία της και έθετε τα όρια ανάμεσα στον πολιτισμό και τον «πρωτογονισμό».  Ο Schafer ονομάζει τον ήχο αυτό «ιερό θόρυβο».

Σήμερα, στα lo-fi ηχοτοπία ωστόσο, ακόμη και τα πιο ισχυρά ακουστικά σήματα «σκιάζονται»  λόγω του υπερ-πληθυσμού των ήχων. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τη φωτορύπανση, όπου τα φώτα της πόλης «μπλοκάρουν» στα μάτια μας το φως των αστεριών. Ανάλογα με το σημείο που βρίσκεται κανείς, μπορεί μόλις και μετά βίας να ακούσει μια φωνή από το διπλανό δωμάτιο, πολύ λιγότερο δε, από την άκρη μιας λίμνης.

Θυμηθείτε την τελευταία φορά που μπήκατε στο μετρό ή σε αεροπλάνο. Όταν το όχημα «βρυχήθηκε» κάλυψε τον ήχο από τα ακουστικά σας και έπρεπε να ανεβάσετε την ένταση πάνω από το din για να καταφέρετε να ακούσετε. Και αυτοί είναι μόνο δύο από τους πολλούς ήχους / θορύβους που σκεπάζουν τη ζωή μας σήμερα.

Το μετρό και τα ακουστικά αποτελούν επίσης δύο στιγμές «ακραίας» τεχνολογικής προόδου που άλλαξε μια για πάντα το πώς οι άνθρωποι σχετίζονται με ήχο: Η βιομηχανική επανάσταση και η ηλεκτρική επανάσταση, αντίστοιχα.

Ο κόσμος στράφηκε επισήμως στους lo-fi ήχους με τη βιομηχανία. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι ήχοι της τεχνολογίας έγιναν «κοινός τόπος» για το ανθρώπινο αυτί. Αργότερα, στην περίπτωση του αυτοκινήτου, ο θόρυβος ήρθε αντιπροσωπεύοντας την εξουσία και την αυτονομία (περισσότερο από ποτέ). Οι κανόνες της… ιερότητας είχαν εντωμεταξύ αλλάξει.

Η  δεύτερη επανάσταση ήρθε με τη μορφή ήχων που μεταφέρονταν με τεχνητό τρόπο -του τηλεγράφου Μορς (1838), του τηλεφώνου, του φωνογράφου, και βεβαίως, του ραδιοφώνου, που θα είχε και την πιο βαθιά επίδραση στην σύγχρονη ακουστική.

Εξού και ο  Schafer βάπτισε ως «σχιζοφρένεια» τον διαχωρισμό μεταξύ του αρχικού ήχου και του electroacoustical που αφορά τη αναμετάδοση ή την αναπαραγωγή ήχου.